Κι
εσύ Αγάς, κι εγώ Αγάς...
την αγελάδα ποιος θα την αρμέξει;
Όποιος
ψάχνει για φίλους χωρίς κανένα ελάττωμα, μένει χωρίς φίλους.
ο
καντάρ παρά, ό κανταρ μπογιά (όσα καντάρια λεφτά, τόσα καντάρια μπογιά)
Ο
ανόητος υμνεί τη γυναίκα του, ο σοφός το σκύλο του.
Κλάνει
ο ιμάμης, χέζονται οι πιστοί.
Τον
σφάζουν τον κόκκορα που λαλεί πριν την ώρα του.
Ανάθεσε
κάτι σε έναν τεμπέλη και θα σου δώσει συμβουλές.
Ο
σκύλος που θα σε δαγκώσει δεν σου δείχνει τα δόντια του.
Του
ψεύτη το σπίτι καίγεται, αλλά κανένας δεν τον πιστεύει.
Του
πλούσιου, ακόμα και τα κοκόρια του γεννάνε.
Τα
γεράματα φέρνουν μασκαραλίκια.
Όποιος
πάει στο χαμάμ ιδρώνει.
Κι
ο κόρακας τα παιδιά του αετόπουλα τα βλέπει.
Ο
νερόμυλος δεν δουλεύει με νερό από στάμνες.
Ο
μουσαφίρης δεν τρώει ό,τι θέλει, αλλά ό,τι του προσφέρουν.
Αν
τολμάς κλέψε τον μιναρέ, αλλά πρώτα βρες σακούλι να τον κρύψεις.
Άλλος
δε βρίσκει γέφυρα να περάσει, άλλος δε βρίσκει νερό να πιει.
Βαριά
κάτσε, σβέλτα σήκω.
Καλό
να είναι κι ας είναι λίγο.
Απ’
το χαζό φίλο, κάλλιο σοφός εχθρός.
Για
βροχή που πέρασε, μην κρατάς ομπρέλα.
Αυτός
που κουβαλάει το νερό θα σπάσει και τη στάμνα.
Για
όποιον μ’ αγαπά, σκλάβος. Για όποιον με μισεί, σατράπης.
Δεν
πουλάς, δεν αγοράζεις, στο παζάρι τι ζητάς;
Δυο
αηδόνια στο ίδιο κλαδί δεν κάθονται.
Είπαν
στο ράφτη «ξεκουράσου», όρθιος σηκώθηκε.
Επειδή
βρήκαμε νερό, δεν πιάσαμε και ψάρια
Ζήτα
μου παράδες να μας πιάσουν οι κρυάδες.
Η
γάτα κάθεται ήσυχα μέχρι να δει ποντίκι.
Η
ζημιά και το κέρδος είναι αδέρφια.
Η
αρρώστια με την οκά έρχεται, με το δράμι φεύγει.
Η
κλεψιά από ένα αυγό αρχίζει, η πουτανιά από ένα φιλί.
Η
ψυχή απ΄το στόμα έρχεται κι απ΄ το στόμα φεύγει.
Η
οκά όπου κι αν πας, τετρακόσια δράμια έχει.
Η
τρύπα μεγάλη, το μπάλωμα μικρό.
Η
μαλακιά φτυσιά λερώνει τα γένεια.
Η
ψυχή μόνο με ψυχή μετριέται.
Κάθε
σφάλμα κι ένα δίδαγμα.
Το
περίσσιο πάει χαράμι.
Και
χίλια να ξέρεις, όποιον ξέρει ένα, να τον ακούς.
Κάλλιο
τσομπάνος χωρίς χρέος, παρά πασάς χωρίς παράδες.
Εκεί
που δεν θα βρεις να φας, να μην πεις ότι πεινάς.
Λύκος
που τριγυρίζει, δεν μένει πεινασμένος.
Κουράστηκε
ο πασάς, τέλειωσε ο καυγάς.
Μάτι
μου κοίτα, χέρι μου πιάσε.
Με
τα λόγια δε σαλπάρει το καράβι.
Μάζεψε
ο Καραγκιόζης τον μπερντέ του.
Ο
γερασμένος λύκος ρεζίλι των σκυλιών.
Με
τον φίλο φάε-πιες, αλισβερίσι μην κάνεις.
Μην
κοιτάς την ομορφιά του, το χούι του κοίτα.
Ο
κόσμος δεν έχει ντροπή, έχει συμφέρον.
Ό,τι
βγήκε από αυγό, πάλι αυγό θα βγάλει.
Όπου
αρχίζει ο μάγειρας, τελειώνει ο χασάπης.
Σε
όποιον λέει «αμάν», σπαθί δεν του ταιριάζει.
Σπίτι
χωρίς καβγάδες, γάμος χωρίς νταούλια.
Σήμερα
μπροστάντζα, αύριο βερεσέ.
Τι
θα ταΐσεις να σκέφτεσαι, όχι τι θα φας.
Συμβουλές
δίνουν πολλοί, ψωμί όμως λίγοι.
Για
τ’ άγριο άλογο, το καμτσίκι δεν φτάνει.
Το
αίμα όχι με άιμα, με νερό το ξεπλένουν.
Όπου
μπόλικο πράμα, εκεί πολλά σκατά.
Το
ποντίκι ξέρει από ποια τρύπα θα βγει.
Το
παιδί ό,τι έφαγε, χαλάλι. Ό,τι φόρεσε, χαράμι.
Ώσπου
να βγάλει το ‘να βρακί, κατουράει τ’ άλλο.
Του
ανθρώπου το καλό από το αλισβερίσι φαίνεται.
Της
Παρασκευής μαντάτο, από την Πέμπτη ακούγεται.
Της
νοικοκυράς ο άντρας από τα βρακιά του φαίνεται.
Όποιος
φτιάχνει τα κανάτια, πίνει το νερό απ’ τη γλάστρα.
Ο
ένας χατζής, ο άλλος χατζής, ποιος θα γίνει μπογιατζής;
Ο
φοβιτσιάρης έμπορας ούτε ζημιά κάνει ούτε κέρδος φέρνει.
Το
άλογό σου σα φίλο να το ταΐζεις, σαν εχθρό να το καβαλάς.
Ο
άνθρωπος εκεί που γεννιέται δεν κάθεται, εκεί που χορταίνει κάθεται.
Και
χίλια άλογα να ‘χεις, στον κατήφορο κατέβα. Και ένα άλογο να ‘χεις, στον
ανήφορο ανέβα.
Του
Οβριού το φαΐ φα’ το, σπίτι του μην πλαγιάσεις. Στου Ρωμιού το σπίτι πλάγιασε,
το φαΐ του μη το φας.
Κάθε
πράγμα είναι καλό όταν είναι καινούριο, ο φίλος και το κρασί είναι καλύτερα
όταν παλιώσουν.
Ανεξάρτητα
από το πόσο μακριά έχεις πάει προς την λανθασμένη κατεύθυνση, γύρνα πίσω.
Σε
λένε «γενναιόδωρο» για να σου φάνε τα λεφτά, σε λένε «γενναίο» για να σε βάλουν
να σκοτωθείς… (gnomikologikon)