Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Όλες οι τιμωρίες έχουν το όνομά σου...


Το καλοκαίρι δεν έρχεται, δουλειές δεν υπάρχουν ούτε άμα πληρώνεις, ο σκύλος μου ροχαλίζει σαν μέθυσος και ο στειρωμένος από χρόνια γάτος μου, έχει βαλθεί να πηδήξει τον άλλο στειρωμένο γάτο του σπιτιού...


Αγοράζω ένα κοτόπουλο, το βράζω, στο ζουμί φτιάχνω μακαρόνια, τρώνε οι γάτες το στήθος, ο σκύλος τα υπόλοιπα και τα κόκαλα τα βάζω στην κατάψυξη, να κάνω σούπα όταν δε θα υπάρχουν πια κρεοπωλεία, στην περίπτωση που ισχύσουν τα σενάρια για χρεοκοπία φουλ πανσιόν, με ανοιχτή ημερομηνία επιστροφής.
Αν κερδίσει ο Τσίπρας τις εκλογές, τη βάψαμε.
Αν κερδίσει ο Σαμαράς πάλι τη βάψαμε, αλλά στο πιο ανοιχτό του.
Όμως το ζήτημα δεν είναι αν θα βγει ο πρώτος ή ο δεύτερος, το πρόβλημα είναι που οι Έλληνες ψηφίζουν Τσίπρα ή Σαμαρά.
Οι γιαγιάδες της Γιουροβίζιον, παρότι πήγαν στο διαγωνισμό αντί στο γιατρό, πιο πολύ μυαλό διαθέτουν.
Ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ λέει, για να τιμωρήσουν τους πολιτικούς. Λες κι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πολιτικούς, αλλά παραγωγούς κρασιών.
Αφού ο Τσίπρας, εκτός από πολιτικός, είναι και πολιτικός μηχανικός. Δηλαδή, τι άλλο θες για να πειστείς ότι έχτιζε κι αυτός με το σινάφι του όσα περνάμε τώρα;
Στη Βουλή ήταν κι εκείνοι σταυροπόδι τόσα χρόνια, όχι στου Ζόναρς για καφέ.
Και θα ψηφίσεις αυτούς για να τιμωρήσεις τους άλλους, που να μη σου πω τώρα τι θα τους κάνεις ακριβώς, τους εξασφαλισμένους.
Τα ματάκια σου θα βγάλεις, άλλη μια.
Και ξέρεις γιατί; Όχι για τη χρεοκοπία που μας κοπανάνε, αλλά για τη στιγμή εκείνη, που θα καταλάβεις ότι πάλι σε κορόιδεψαν. Πως δεν αξίζει το ρημάδι το κορμί σου μια αλήθεια. Πως όταν σ’ έκανε η μάνα σου, σε πήραν απ’ την αγκαλιά της κάποιοι ξένοι κι ας μεγάλωσες στο σπίτι σας.
Ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι; Ο κόσμος όλος. Έτσι όπως φτιάχτηκε απ’ την πρώτη μέρα. Ακόμα και στον κατακλυσμό του Νώε, μόνο οι προνομιούχοι γλίτωσαν. Θες κι άλλα για να καταλάβεις;
Οπότε ποιον θα τιμωρήσεις; Όλες οι τιμωρίες έχουν το όνομά σου.
Κι αυτοί που θα ψηφίσουν Σαμαρά;
Αυτοί είναι δυο φορές χειρότεροι από σένα. Αυτοί θα τιμωρήσουν κατευθείαν τον εαυτό τους, που αφήσαν τόσα χρόνια τους δεξιούς να λαμογιάζουν.
Κι άμα νομίζεις πως στα λέω όλα αυτά για να σου ρίξω πρόταση, δε θα σου γίνει η χάρη. Κάνε ό,τι σου κατέβει, τον όβολο της κριτικής μου αφήνω κι ό,τι φωτίσει τον καθένα.
Εγώ έστω κι αργά, κατάλαβα πως για να ζω όσο καλύτερα μπορώ, πρέπει να έχω λίγες εξαρτήσεις. Τα βασικά μου να καλύπτω κι είμαι εντάξει.
Διαθέτω φίλους πονηρούς, με μπόλικο μυαλό, να συζητάμε νύχτα-μέρα.
Και ξέρεις τι; Ψοφάω που θα ‘ρθει η στιγμή, να ξανακάνω διακοπές με sleeping bag στην παραλία. Όπως παλιά που ήμουν πιτσιρίκα. Να μπαίνει η άμμος στο μαγιό μου και να βγαίνει όταν γυρίζω στην Αθήνα.
Δεν παραιτούμαι, μη νομίζεις, άμα μου δώσεις φράγκα τώρα, ξέρεις τι ωραία θα περάσω;
Αλλά όχι μόνη, με παρέα.
Πάντοτε έτσι έκανα. Ξόδευα τα λεφτά μου με παρέα. Με φίλους, με αδέσποτα, με ελεημοσύνες. Δε λέω φιλανθρωπίες, γιατί σιχαίνομαι τον όρο.
Το έλεός μου έδειχνα, σε όποιον το είχε ανάγκη. Και κάπου μέσα μου είχα την ιδέα, πως αν βρεθώ κι εγώ στα δύσκολα, κάποιος θα δώσει και σε μένα.
Δε μου’ δωσε κανείς, στο λέω από τώρα.
Αλλά το πήρα απόφαση, δεν κάθομαι να σκάσω που δεν έχω μια. Ποιος ξέρει αν θα περάσει γρήγορα αυτό ή θα κρατήσει χρόνια; Με όποιο τρόπο κι αν αλλάξει.
Εάν κρατήσει όμως, να μη ζήσω;
Το πώς, ακόμα δεν το ξέρω. Ανήκω στη γενιά των σαρανταπεντάρηδων, που κόπηκε η φόρα τους στη μέση. Πάνω στην πιο δημιουργική μας φάση, μας παρόπλισαν και μπήκαμε στο μούσκιο.
Αν πάνε έτσι τα πράγματα, πιθανότατα η γενιά μου να μην πάρει σύνταξη ποτέ. Κι αν πάρει, θα 'ναι σε ψιλά.
Βαρέθηκα όμως πια και δεν το ψάχνω.
Οι ίδιοι που σου λένε ότι η δουλειά είναι σκλαβιά, οι ίδιοι σου μιλάνε για το δικαίωμα στη δουλειά.
Καθίστε και σκεφτείτε πόση αντίφαση υπάρχει σε όσα ακούμε.
Γι αυτό είπα πιο πάνω ότι δεν παραιτούμαι απ’ τα λεφτά. Αλλά, όπως έγραψε ο φίλος μου John Black, τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, μόνο τα πολλά λεφτά.
Μου αρέσει η καλή ζωή, μ’ αρέσει να μη ζει μονάχα ο Νώε, αλλά εδώ και 6.000 χρόνια η ιστορία δεν αλλάζει.
Δεν μπαστακώνομαι λοιπόν στον καναπέ, αρχίστε επανάσταση και θα ‘ρθω. Αρκεί να εκμηδενιστεί η αντίφαση.
Δεν πάω να πολεμήσω σαν μαλάκας. Να οργανωθούμε ρε αδέλφια, αλλά στ’ αλήθεια.
Αλλιώς, μέχρι να πέσει η αντίφαση, υψώνω την αντίσταση.
Ψωμί κι ελιές και στρωματσάδα, μέχρι να φύγω απ’ τη ζωή κι ύστερα χέστηκα.
Τι; Για τα παιδιά να πολεμήσω, για το μέλλον; Δεν έχω εγώ παιδιά.

Εσείς έχετε μέλλον; (antikleidi)