Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία
αδέρφια, ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Τσίπρας και κίνησαν να πάνε στη Βουλή για να
βγάλουν λεφτά.
Στο δρόμο που πήγαιναν έφτασαν σε μια ερημιά και
κάθισαν σε μια βρύση κοντά να φάνε και να ξεκουραστούν...
Εκεί που έτρωγαν, βλέπουν κι έρχεται
ένας γέρος, ο Μιχαλολιάκος και με το μπαστουνάκι του, να τους χαιρετά:
-Ώρα καλή σας παλληκάρια!
-Πολλά τα έτη παππούλη, του είπαν
εκείνα και ο Τσίπρας έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του είπε :
- Κάθισε παππούλη, και πάρε να φας
λιγάκι ψωμί.
Ο γέρος πήρε το ψωμί και κάθισε.
Εκεί στην ερημιά ήταν πλήθος τα κοράκια. Λέει ο γέρος του Βενιζέλου… τρίβοντας
τα πληγωμένα χέρια του από τις χειροπέδες!
-Τι θα ήθελες παιδί μου, να έχεις
εδώ στον κόσμο που βρίσκεσαι;
-Θα ήθελα, του λέει, όλα αυτά τα
κοράκια να ήταν ψηφοφόροι, σαν εκείνους του Αντρέα και να ήταν όλοι δικοί μου.
-Καλά, λέει ο γέρος. Αν όμως ερχόταν
κανένας φτωχός αντίπαλός σου και σου ζητούσε λίγους ψήφους θα του έδινες;
-Θα του έδινα, λέει το παιδί. Ό,τι θέλει, ψήφους, δημοσιογράφους, λεφτά… τα
πάντα…
Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του
στη γη κι έγιναν τα κοράκια ψηφοφόροι. Γέμισε ο τόπος σημαίες, πανό και φωνές από
δαύτους…
Σηκώθηκε το παιδί, μάζεψε τον κόσμο
κι έμεινε εκεί. Οι άλλοι δυο με το γέρο πήραν πάλι δρόμο. Πήγαν, πήγαν, έφτασαν
σε ένα λόγγο.
Ρωτάει τώρα ο γέρος το Σαμαρά :
-Τι θα ήθελες εσύ παιδί μου , να
έχεις εδώ στον κόσμο που είσαι;
-Εγώ θα ήθελα παππούλη, όλα αυτά τα
πουρνάρια να γίνουν χρυσός, όπως στις Σκουριές και να είναι όλος δικός μου,
είπε το παιδί.
-Καλά, του λέει ο γέρος. Αφού θα
χεις τόση περιουσία, θα δίνεις και κανενός φτωχού κανά κομμάτι χρυσό να φτιάξει
καμιά θήκη για τα δόντια του;
-Θα δίνω , του λέει.
Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του
στη γη και τα πουρνάρια έγιναν στη στιγμή χρυσός. Και το παιδί αυτό, απόμεινε
εκεί κι έκανε μαγαζιά, έφτιαξε τράπεζες και κολυμπούσε μες το χρήμα… με
καλεσμένους πολλούς ξένους επενδυτές!
Ο μικρότερος αδερφός, ο Τσίπρας,
απόμεινε μονάχος με το γέρο και πήραν πάλι δρόμο. Σαν έφτασαν σε ένα
σταυροδρόμι, κάθισαν στη βρύση που ήταν εκεί να ξεκουραστούν.
Λέει ο γέρος του παιδιού :
- Αμ δε ζητάς κι εσύ τίποτε;
-Εγώ, παππούλη, θα ήθελα από αυτή τη
βρύση να τρέχει μέλι.
-Και θα δίνεις στους φτωχούς μέλι,
άμα σου ζητούν;
-Θα δίνω… και στους δεξιούς και στους
αριστερούς.
Ταπ ! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη
γη κι αμέσως άρχισε να τρέχει μέλι από τη βρύση. Απόμεινε και το παιδί στο
σταυροδρόμι, πουλούσε μέλι και μοίραζε και στους φτωχούς και στους αλλοδαπούς.
Ο γέρος έφυγε, πήγε στη δουλειά του.
Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, ο
Τσίπρας άφησε έναν αλλοδαπό στη βρύση να μοιράζει μέλι, κι αυτός ξεκίνησε να
πάει να δει τα αδέρφια του, γιατί τα πεθύμησε.
Εκεί που πήγαινε, κοιτάζει για χρυσό,
βλέπει ένα λόγγο από πουρνάρια. Πάει πιο πέρα, κοιτάζει για ψηφοφόρους, βλέπει
κοράκια κι ούτε χειροκροτήματα ούτε πανηγύρια.
Και εκεί που στεκόταν κι απορούσε, βλέπει κι έρχεται πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει :
Και εκεί που στεκόταν κι απορούσε, βλέπει κι έρχεται πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει :
-Είδες; Ό,τι είπαν τα αδέρφια σου
δεν το έκαμαν ! Δεν έδιναν στους φτωχούς από τα καλά που τους έδωσα και τους ψήφους
που μου άρπαξαν. Γι αυτό κι εγώ τους πήρα πίσω το χρυσό και τους ψηφοφόρους. Συ
όμως στάθηκες καλός και θα έχεις την τύχη μου !
Και πριν τελειώσει το λόγο του, ο
γέρος έγινε άφαντος, με αυτόν να απορεί βλέποντας την αντιτρομοκρατική να τον συλλαμβάνει, για
παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και φοροδιαφυγή, καθώς δεν είχε βάλει
ταμειακή!!!
(Παραπαραμύθια
κατάλληλα για άνω των 18 ετών, του Παύλου Ανδριά)