Τράβηξε νωχελικά τη βρώμικη κουρτίνα.
Ξημέρωνε...
μια ακόμη μέρα του Τίποτε. Άσκοπο φως, άδειος αέρας. Μελαγχολία και
διάβρωση παντού. Στηρίχτηκε στα σκουριασμένα κάγκελα, που έσφυζαν από
κουκούλια, και ατένισε πέρα στον ορίζοντα τη Ζωή… Πότε έζησε για τελευταία
φορά…
Μια λερωμένη ρόμπα αγκάλιαζε το
λεπτεπίλεπτο κορμί της. Τσαλακωμένη και βιασμένη όπως το σώμα και η ψυχή της.
Κοίταξε πίσω της τα βρώμικα και ωχρά σεντόνια. Σπέρμα και κάτουρο αγνώστων…
Αξιοπρέπεια, της έλεγε η συγχωρεμένη.
Τίποτε περισσότερο δεν αξίζει. Άραγε μπορούσε ακόμη να κάνει όνειρα, της
επιτρεπόταν να ελπίζει;
Στο αυτοσχέδιο πάρκο μπροστά της άρχισαν
να μαζεύονται τα πρώτα καγιέν. Μα τόση πρεμούρα πια! Παράξενοι «πατριάρχες» που
δεν τους γέμιζε η βιτρίνα της οικογένειας. Με καγιέν κλέφτηκε κι αυτή πιτσιρίκα
ν’ ανοίξει διάπλατα τα φτερά της στον κόσμο. Τόσα σχέδια…
Το κόκκινο φως στ’ αριστερά της την
επανέφερε στην μίζερη πραγματικότητα. Κόκκινο που συνήθως λειτουργεί
αποτρεπτικά, άλλοτε προστατευτικά. Μα εδώ έκραζε την πραμάτεια, κόμπαζε την
πληρωμένη ηδονή.
Άναψε ένα παρηγορητικό τσιγάρο κι έδιωξε
μ’ ένα δάκρυ το μέλλον. Μια μέρα ίδια σαν τις τόσες, ίδια με την προηγούμενη,
μια μέρα κινδύνου και ψεύτικου αισθησιασμού μόλις ανέτειλε. Τί τα θες…
Με
την υπογραφή του συγγραφέα Ιωάννη Κασσή