Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Στης νύχτας την ομίχλη


Η ομίχλη είχε καλύψει το μικρό νησί. Το κρύο είχε κλείσει...
τους λιγοστούς κατοίκους στα σπίτια τους. Κάτω στο λιμάνι, είχαν απομείνει τα καΐκια ολομόναχα, σαν παραπονεμένα. Μέχρι να φτιάξει ο καιρός, κανείς δεν διακινδύνευε να βγει στα ανοιχτά για ψάρεμα.
Στον καφενέ του λιμανιού, ο καπεταν-Θεοδόσης κάθισε αναπαυτικά δίπλα στην ξυλόσομπα και ρούφηξε μια γερή γουλιά κρασί για να ζεστάνει τα σωθικά του.
«Ψυχή δεν πάτησε κι απόψε! Το κρύο βλέπεις… ο αέρας…», είπε ο καφετζής.
Ο καπεταν-Θεοδόσης γέλασε δυνατά.
«Τι να πούμε δα κι εμείς που σκίζαμε τους ωκεανούς κι ούτε αέρηδες σκιαζόμασταν ούτε τίποτα; Τούτοι δω… οι νιοι… τι σόι θαλασσινοί είναι… δεν ξέρω… μάλλον για ψάρια του γλυκού νερού μου μοιάζουν!»
«Δεν είχαν καν την τύχη να ανταμώσουν τη νεράιδα της θάλασσας…», χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σαν να μίλαγε στον εαυτό του.
Χιλιοειπωμένα πράματα σε στιγμές κρασοκατάνυξης, ωστόσο…
«Την αντάμωσες κι εσύ;» τον κούρδισε ο καφετζής.
«Δύσκολο και μυστήριο πλάσμα η νεράιδα η θαλασσινή… αδάμαστο… μόνο σαν της αρπάξεις το μαντήλι την ώρα που το φεγγάρι μεγαλώνει τότε…»
«Τότε;»
«Τότε θα γενεί δικιά σου!»
Σηκώθηκε απότομα.
«Καληνύχτα!» είπε μόνο.
****
Τύλιξε γύρω του το παλτό του και φόρεσε το κασκέτο του για να προστατέψει το κεφάλι και τα αυτιά του από το κρύο.
Ό,τι έζησα μαζί σου ήταν σαν όνειρο, σαν παραμύθι… τότε που πίστευα ότι κράτησα τον ίδιο τον ουρανό στα χέρια μου… προτού έρθει η νύχτα να σε πάρει, αγαπημένη μικρή μου νεράιδα του γιαλού και της σελήνης. Με τα φιλιά σου πρόλαβες και σφράγισες τα χείλη, το κορμί μου, το μυαλό μου. Αλμύρα, μέλι και φωτιά μαζί, συλλογίστηκε.
Βαριά νέφη είχαν καλύψει το νυχτερινό ουρανό προμηνύοντας μπόρα δυνατή.
Φεύγει αλύπητα ο καιρός και δε θέλω να θαμπώσει μέσα μου η εικόνα σου… είσαι εδώ… κι ας μη με πιστεύει κανείς… δεν πειράζει.
Μια σταγόνα βροχής έπεσε στο πρόσωπό του…
Το κόκκινο μαντήλι σου ακόμα κρατά το χρώμα του, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Το έχω στο λαιμό δεμένο, το αγγίζω με τα ακροδάχτυλα μου, καίγομαι ολόκληρος… μα θυμάμαι.
Δυνατή αστραπή φώτισε το θαλασσινό τοπίο.
Η λευκοντυμένη ξανθόμαλλη φιγούρα ξεπρόβαλλε μπροστά του και άνοιξε την αγκαλιά της.
«Έλα να περπατήσουμε πάνω στα κύματα! Όπως τότε… θυμάσαι;» άκουσε καθαρά τη φωνή της.
«Θυμάμαι… θυμάμαι… κι όσο θυμάμαι ζω, ξαναζώ κι ανασταίνομαι… ακόμη κι αν… κι αν ο δρόμος τούτος δεν έχει γυρισμό», είπε δυνατά.
Έκλεισε τα μάτια κι έτρεξε στην ανοιχτή αγκαλιά που τον περίμενε.
Σαν χάραξε, το κύμα έσπρωξε στην αμμουδιά ένα κασκέτο κι ένα κόκκινο μαντήλι…


Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017