Τα μικρά παιδιά έχουν τη
συνήθεια να ρωτάνε...
συνεχώς «γιατί;», αναζητώντας μανιωδώς την αιτία πίσω από
κάθε πράγμα που συναντούν στην καθημερινότητά τους. Ως αποτέλεσμα, ο λόγος τους
μετατρέπεται σε έναν συχνά κουραστικό για τους μεγαλύτερους, καταπέλτη
ερωτήσεων. Γιατί συμβαίνει αυτό και ποιοι έχουν να μάθουν πολλά από τα παιδιά;
Η προφανής απάντηση στην
ερώτηση γιατί τα παιδιά συνεχίζουν δεν σταματούν να ρωτάνε “γιατί;”, είναι ότι
οι απαντήσεις μας δεν τα ικανοποιούν. Η πιο ενδιαφέρουσα απάντηση είναι αυτή:
«Επειδή είναι μικροί επιστήμονες».
Σύμφωνα με άρθρο του
καθηγητή Λογικής και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Tilburg στην Ολλανδία, Matteo
Colombo, στο ψηφιακό περιοδικό Aeon, αυτή η τάση των
παιδιών μπορεί να δώσει ένα πολύτιμο μάθημα στους φιλοσόφους της επιστήμης.
Ο καθηγητής ξεκινά το
άρθρο διηγούμενος μία προσωπική εμπειρία. Όπως γράφει, όταν ήταν ακόμη 4 ετών
είχε ένα ψάρι το οποίο είχε ονομάσει Pippo. Μία ημέρα, ρώτησε τη μητέρα του,
γιατί ο Pippo ζει στο νερό. Εκείνη του απάντησε ότι ο Pippo είναι ψάρι και ότι
τα ψάρια ζουν κάτω από το νερό.
Η απάντηση δεν τον
ικανοποίησε και ο μικρός Matteo επέμεινε να ρωτάει. «Γιατί τα ψάρια ζουν κάτω
από το νερό; Γιατί δεν ζούμε κι εμείς εκεί;”. Η μαμά εξήγησε πως τα ψάρια
μπορούν να αναπνέουν στο νερό, ενώ οι άνθρωποι όχι και έτσι, δεν μπορούν να
ζήσουν υποβρύχια.
Ξαφνικά, ο Matteo έκανε
μία φαινομενικά άσχετη ερώτηση: “Από τι είναι φτιαγμένος ο πάγος;”. Η απάντηση
της μαμάς του, απλή: “Από νερό”. Δύο μέρες αργότερα, ο Pippo βρέθηκε στον
καταψύκτη.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής,
η κατάληξη της ιστορίας ήταν τραγική για τον καημένο τον Pippo, αλλά η
αλληλουχία της σκέψης και των πράξεων του 4χρονου εαυτού του δείχνει ότι όλοι
όταν είμαστε παιδιά, κρύβουμε μέσα μας έναν επιστήμονα, ο οποίος επιχειρεί να
καταλάβει τον κόσμο γύρω του.
Ο μικρός Matteo ρωτούσε
γιατί, μέχρι οι πληροφορίες που έλαβε να είναι αρκετές για να καταλάβει αυτό
που ήθελε. Έπειτα, συνδύασε τη γνώση που πήρε, με την παιδική λογική του: ο
Pippo μπορεί να αναπνέει στο νερό, ο πάγος είναι νερό, άρα ο Pippo μπορεί να
αναπνέει στον πάγο. Έκανε λάθος, αλλά και από τα λάθη μαθαίνει κανείς.
Αξίζει να δίνουμε
επαρκείς εξηγήσεις και πλούσιες πληροφορίες με τις απαντήσεις μας στα παιδιά,
παρατηρεί ο Colombo, γιατί οι επεξηγήσεις των μεγάλων τα καθοδηγούν στην
εξερεύνηση και στη γνώση. Αλλά ποια εξήγηση είναι η καλή εξήγηση; Και πώς
μπορούμε να την ανακαλύψουμε;
Ο Colombo εξηγεί πως οι
φιλόσοφοι της επιστήμης έχουν απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, αξιολογώντας την
επεξηγηματική πρακτική και τον συλλογισμό των επιστημόνων, καταλήγοντας σε
σειρά από μοντέλα από τα οποία ο καθηγητής ξεχωρίζει τρία, ως τα κυριότερα
«μοντέλα (ή πρότυπα) επιστημονικής εξήγησης» και τα εξηγεί συνοπτικά, ως εξής:
Το
μοντέλο του Hempel
Σύμφωνα με τον μεγάλο
Γερμανό φιλόσοφο, Carl Gustav Hempel, οι επαρκείς εξηγήσεις είναι τα
επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι αυτό το οποίο εξηγείται (το οποίο πρέπει να
μπορεί να παρατηρηθεί εμπειρικά), προκύπτει λογικά από κάποιον γενικό, φυσικό
νόμο.
Δηλαδή αν κάποιος
ρωτήσει: “Γιατί ένας συγκεκριμένος ιστός σημαίας ρίχνει σκιά με μήκος 10
μέτρων;” μία καλή εξήγηση, με βάση το μοντέλο του Hempel, θα ήταν αυτή η οποία
θα ανέφερε τους νόμους της οπτικής, το ύψος του ιστού της σημαίας και τη θέση
του ήλιου στον ουρανό.
Το
ενοποιητικό πρότυπο (unificationist model)
Το ενοποιητικό πρότυπο
είναι μία άλλη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία οι καλές εξηγήσεις μπορούν να
εφαρμοστούν σε πολλά διαφορετικά φαινόμενα. Υπέροχα παραδείγματα τέτοιου είδους
εξηγήσεων είναι η θεωρία της βαρύτητας του Νεύτωνα ή η θεωρία της εξέλιξης του
Δαρβίνου, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν για να εξηγηθεί ενοποιητικά ένα
μεγάλο πλήθος φαινομένων.
Το
αιτιώδες μηχανιστικό μοντέλο
Ίσως το πιο δημοφιλές
ανάμεσα στους φιλοσόφους, σύμφωνα με τον Colombo, αυτό το πρότυπο ορίζει ότι
μία καλή εξήγηση ενός φαινομένου αποκαλύπτει τα συστατικά μέρη και τις
ενέργειες που έκαναν το φαινόμενο να συμβεί.
Για παράδειγμα, όταν κάποιος
ρωτάει “΄Γιατί έσπασε αυτό το παράθυρο;», μία καλή απάντηση με βάση το
συγκεκριμένο μοντέλο, θα ήταν «Επειδή κάποιος έριξε πάνω του μία πέτρα». Στην
ερώτηση «πώς φτάνει το αίμα σε κάθε μέρος του σώματος;», η καλή απάντηση πρέπει
να περιλαμβάνει πληροφορίες για την καρδιά, τα αιμοφόρα αγγεία και τις
λειτουργίες του κυκλοφορικού.
Μέσα
σε όλα αυτά, υπάρχει ένα “ΑΛΛΑ”
Ο καθηγητής Colombo,
πάντως, αν και αναγνωρίζει πως όλα τα παραπάνω πρότυπα αποτυπώνουν τη μορφή
πολλών καλών εξηγήσεων, δεν σημαίνει ότι κάποιο από αυτά πρέπει να επιλεχθεί ως
το «ιδανικό» το οποίο μπορεί να χωρέσει όλες τις εξηγήσεις.
Όσοι πιστεύουν κάτι
τέτοιο, σχολιάζει ο Colombo, απλά αγνοούν την ψυχολογία πίσω από την
επεξηγηματική συλλογιστική.
Η εξακρίβωση του κατά
πόσο μία απάντηση σε ένα “γιατί;” είναι καλή, δεν είναι απλώς μία φιλοσοφική
άσκηση, γράφει ο καθηγητής. Μία εξήγηση, ως μέρος της επικοινωνίας, έχει
επιπτώσεις στον πραγματικό κόσμο, προωθεί τη μάθηση και την ανακάλυψη και είναι
ζωτικής σημασίας ώστε να μπορέσει κάποιος να πλοηγηθεί σε ένα περιβάλλον.
Ως εκ τούτου, όταν
αξιολογούμε μία εξήγηση, πρέπει να υπολογίζουμε και την ψυχολογία του
συλλογισμού που προηγείται, ο οποίος είναι ευαίσθητος στις περιστάσεις.
Η έρευνα αυτής της
ψυχολογίας δείχνει ότι τόσο οι φυσικοί νόμοι όσο και η ενοποίηση και οι
αιτιώδεις μηχανισμοί παίζουν ρόλο ώστε να να εντοπίσουμε τις διαφορετικές ιδέες
οι οποίες προκύπτουν στο μυαλό κάποιου, αναλόγως του κοινού, των πεποιθήσεων
και του κοινωνικού του περιβάλλοντος.
Επιπλέον, η ψυχολογία
του συλλογισμού δείχνει την εκπληκτική ομοιότητα μεταξύ των παιδιών και των
επιστημόνων, όσο αφορά την επεξήγηση. Τόσο τα παιδιά όσο και οι επιστήμονες
παρατηρούν, αναζητούν μοτίβα και εξαιρέσεις και προσπαθούν να βγάλουν νόημα.
Για αυτό ένα παιδί ρωτά συνέχεια, «γιατί;». Για να καταλάβει το περιβάλλον του,
μία δεδομένη στιγμή.
Ως εκ τούτου, οι
πρακτικές που ακολουθούν τα παιδιά για να φτάσουν σε μία εξήγηση, κατά κανόνα
ζητώντας ευθέως από κάποιον άλλο να τους τη δώσει μέχρι να ικανοποιηθούν,
παρέχουν μοναδική γνώση για τη φύση μίας καλής εξήγησης.
«Αν κάθε παιδί είναι
γεννημένος επιστήμονας», καταλήγει ο καθηγητής, «τότε οι φιλόσοφοι της
επιστήμης θα ήταν καλό να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στη λογική πίσω από τις
ερωτήσεις των παιδιών που ξεκινούν με ένα γιατί. Θα λάβουν μία νέα κατανόηση
σχετικά με το ποια εξήγηση είναι η καλή εξήγηση».
Κι αν μάθουμε,
επιτέλους, ποια εξήγηση είναι η καλή εξήγηση, ίσως τα παιδιά να σταματήσουν να
ρωτάνε συνέχεια «γιατί;», να προσθέσουμε εμείς.