Γύρισε το κεφάλι του, την κοίταξε. Έτσι αδύνατη...
που ήταν έμοιαζε
με αέρινη παρουσία. Ο αέρας άγγιζε ελαφρά το φουστάνι της και το σήκωνε τόσο
όσο να φανούν οι λευκές της γάμπες. Τα μαλλιά της όμορφα, χυτά, μεταξένια
έπεφταν επάνω στους γυμνούς της ώμους. Μια οπτασία, μια μορφή που για χρόνια
αγαπούσε αλλά ποτέ δεν το είχε ξεστομίσει. Η έκφραση που πήρε το πρόσωπο του
σαν την αντίκρισε αποκάλυψε το τι ένιωθε την δεδομένη στιγμή. Πόσο όμορφη ήταν.
Σήκωσε το χέρι του και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Έπειτα έγλυψε
ελαφρά τα χείλη του, τα ένιωθε ξερά καθώς εκείνη τον πλησίαζε με αργά βήματα,
που ωστόσο έφταναν στα αυτιά του σαν τον θόρυβο που κάνει κανείς διαβαίνοντας
το μονοπάτι προς τον παράδεισο. Όσο εκείνη πλησίαζε τόσο η καρδιά του πήγαινε
να σπάσει. Μα έπρεπε να φανεί κύριος. Δεν έπρεπε να φανεί σαν ένα ''λιγούρη’’!
-Χλόη μου, έλα μέσα. Καλά κοπελιά, τι κάθεσαι και με κοιτάς
ακίνητη τόση ώρα; Της είπε σχεδόν ανέμελος.
-Σε παρατηρούσα με τι πάθος επεξεργαζόσουν το ξύλινο κουτί.
Αλήθεια τι είναι αυτό;
-Ποιος ξέρει. Ίσως του παππού μου. Το βρήκα εδώ στην αποθήκη και
λέω να το πάρω.
-Καλή ιδέα. Άλλωστε ποιος θα το αναζητήσει; Του είπε και ένα
χαμογελάκι στόλισε τα λεπτά κόκκινα χείλη της.
-Πάμε στο σπίτι να ετοιμάσω δυο περιποιημένα καφεδάκια; Τι λες
έχεις χρόνο;
-Ναι αμέ αν το ήθελες και εσύ και φυσικά δεν σου κάνει κόπο… Του
απάντησε και κοκκίνισε σαν το μπαρμπούνι. Την εξίταρε αυτός ο άνδρας. Εδώ και
χρόνια κάθε φορά που τον έβλεπε φτερούγιζε η καρδιά της.
Βγήκαν από την αναστατωμένη αποθήκη και μπήκαν στο σπίτι που
βρίσκονταν ακριβώς δίπλα. Ο Μάνος έφτιαξε καφέ ελληνικό σε μικρά φλιτζανάκια
και πρόσθεσε στο πιατάκι όμορφα μικροσκοπικά λουκουμάκια φερμένα από την
Τουρκία. Τα είχε φέρει ένας πολύ καλός του φίλος που ζούσε εκεί και βρέθηκε
στην Αθήνα για δουλειές. Ο Μάνος λάτρευε ότι είχε να κάνει με την Τουρκία και
τις παραδόσεις του λαού της.
-Μανώλη μου θες βοήθεια; Φώναξε η Χλόη από το μικρό σαλόνι του
χωριάτικου σπιτιού.
-Μανώλη και Μανώλη, δεν έχει συνηθίσει τόσα χρόνια το Μάνος; Της
απάντησε εκείνος καθώς έμπαινε με τον δίσκο φορτωμένο με μυρωδιές ελληνικού
καφέ!
-Μανώλη θέλω να σε λέω…. Εγώ δεν θα το κόψω…. Άλλωστε σου πάει
τόσο πολύ.
-Όπως θες, φίλη μου…. Της απάντησε κάπως ειρωνικά.
-Φίλη σου; Τον ρώτησε εκείνη και άπλωσε το λεπτό της χέρι να πάρει
τον καφέ που την πρόσφερε…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Της συγγραφέως Κατερίνας
Κονίτσα Σωπύλη