Δακρύζουν
τα πλάσματα, στις θάλασσες του Σύμπαντος. Δακρύζει...
και το Σύμπαν. Κρύσταλλοι
–οι ιστορίες, τα πάθη, οι εμπειρίες, η Αγωνία, η Ζωή– μέσα στα δάκρυα που τόσο
ζουν όσο ζει και το Σύμπαν. Και όταν από το παλιό ένα καινούργιο Σύμπαν
γεννηθεί, καινούργια πλάσματα εκεί, καινούργια Κρύσταλλα, μα ο Πόνος ίδιος.
Στα
Κρύσταλλα διάβασε ο Ταξιδευτής την ιστορία των Κουρελιών, που προσπάθησαν να
αποδράσουν από την Πολιτεία των Ίσκιων – τη χώρα της επιθυμίας, των παθών και
των συναισθημάτων. Και ένα βράδυ, η ιστορία αυτή κύλησε μέσα σε τούτο το
βιβλίο.
Ο
Ταξιδευτής ταξιδεύει ακόμη, μακριά, στο παρελθόν. Προσπαθεί, απ’ τον ανάποδο
τον δρόμο, να επιστρέψει στην Πατρίδα του.
Δεν
πρόλαβα να του το πω: δίχως Ενδύματα πρέπει να επιστρέψει. Δεν πρόλαβα, διότι
κι εγώ το θυμήθηκα τώρα, που διαβάζω την ιστορία μέσα σε τούτο το βιβλίο...