Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Τι είναι το «Διασάκι»; Τουρκικό δάνειο ή απαγόρευση…


Το διασάκι είναι λέξη που μπερδεύει – παρά την μορφή της, δεν είναι σύνθετη, δεν έχει σχέση με το δισάκι ούτε με την πρόθεση δια. Όσο και αν δεν της φαίνεται, είναι...

τουρκικό δάνειο, από το yasak, και σημαίνει «απαγόρευση, περιορισμός». Εμφανίζεται και ο τύπος γιασάκι κατά την Φιλήντα, λειτούργησε παρετυμολογία με την διαταγή. Σαν λέξη της τουρκοκρατίας, διασάκι ήταν ο περιορισμός που έβαζε ο καϊμακάμης ή ο ντόπιος δικαστής στους χριστιανούς, π.χ. απαγόρευση να οπλοφορούν ή να φορούν επιδεικτικά ρούχα ή καπέλα. Η λέξη εφαρμόστηκε και γενικότερα, π.χ. στον ορισμό ζωνών δενδροφύτευσης.
Η λέξη καταγράφεται συχνά στην Κρήτη, στα νησιά του Βορείου Αιγαίου αλλά και στην Ήπειρο. Συχνός είναι σε δημοτικά τραγούδια ο στίχος «Ακόμα δεν εκδόθηκε των ομματιών διασάκι», δηλαδή στα μάτια περιορισμός δεν μπαίνει. Και ως παροιμία: «Τα μάτια διασάκι δεν έχουνε», αλλά υπάρχει και η αντίθετη «Έχουνε και τα μάτια διασάκι».

Ο Μυτιληνιός Θείελπης Λευκίας, με το ψευδώνυμο Βρανάς Μπεγιατζής, έγραψε ποίημα (1924) με τίτλο Διασάκι σε μια όμορφη που όποτε έβγαινε στο μπαλκόνι αναστάτωνε την γειτονιά: «Να μη σε δω και ξαναβγείς και κάτσεις στο μπαλκόνι / κι έχεις απά στο κάγκελο το πόδι ανεβασμένο».