Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

«Μα γιατί υπάρχουν τόσες πολλές μαυροντυμένες στο χωριό;»


Του Μανόλη Παντινάκη


Μαθητής του δημοτικού σχολείου, στις πρώτες τάξεις, ο Νίκος Φουντεδάκης στις Βρύσες Αμαρίου και έβλεπε με έκπληξη και απορία, ίσως και πάνω από πενήντα συγχωριανές του να είναι μαυροντυμένες και να κρύβουν το μεγάλο τους πόνο μέσα στα μαύρα τους τσεμπέρια...

 «Πολλές φορές αναρωτήθηκα: Μα γιατί φορούν τα μαύρα και τα μαντήλια;»
Όταν πια έφτασε στις τελευταίες τάξεις του σχολειού έμαθε και του φαίνονταν σαν παραμύθι! Βγάζει από τις παιδικές του μνήμες τα μισόλογα του δασκάλου στην τάξη, και τα λίγα και διστακτικά ακούσματα από τους μεγάλους χωριανούς με την απέραντη θλίψη. Τα μοιρολόγια, παρότι είχαν περάσει ίσαμε και 25 χρόνια, από τη ναζιστική θηριωδία που ισοπέδωσε το χωριό και ξάπλωσε στη γη τα δεκάδες «ξαθέρια» δεν είχαν κοπάσει. Ήταν μια ανοικτή πληγή που δεν κλείνει ούτε και σήμερα και δεν έχει γιατρικό…
«Ήμασταν στο σχολειό», γυρίζει στα παιδικά του βιώματα, «από 35 μέχρι 40 παιδιά, το 1967 που πήγα στο δημοτικό και οι δάσκαλοι, μας έλεγαν τη μισή αλήθεια γιατί μάλλον μας λυπότανε. Μεγαλώνοντας, έμαθα και συνειδητοποίησα γιατί οι γυναίκες ήταν μαυροντυμένες. Ήταν οι χήρες των χωριανών μας που ήταν τα ξαθέρια των Βρυσών και τους εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Αυτές οι γυναίκες έμειναν χωρίς να τεκνοποιήσουν και η φτώχεια μας θέριζε. Από το ’75 μέχρι το ’90 το χωριό άδειασε και φτάσαμε τώρα να είμαστε ίσαμε τριάντα από τους τριακόσιους που είχε κι όλα τα σπίτια ήταν γεμάτα…»
Αυτές οι «εν ψυχρώ» εκτελέσεις που φόρεσαν τα μαύρα κεφαλομάντηλα στις χήρες γυναίκες και δεν έφυγαν από τα κεφάλια τους σε όλη τους τη ζωή, ήταν ένας από τους παράγοντες που «γονάτισαν» πληθυσμιακά το χωριό. Γιατί, αν ζούσαν οι εκτελεσμένοι άντρες τους, θα γεννιόντουσαν πολλά παιδιά και οι συνθήκες στη συγκρότηση της κοινωνίας θα ήταν διαφορετικές… 

ΤΟΥΣ ΕΚΤΕΛΕΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ «ΑΠΟΦΑΓΑΝ» ΣΤΑ ΧΥΤΗΡΙΑ
Και δεν έφτανε που ξεκλήρισαν οικογένειες τα χιτλερικά κτήνη, ύστερα εκμεταλλεύτηκαν «τη φτώχεια και την κακομοιριά τους» και τους κάλεσαν να δουλέψουν στα κάτεργά τους σαν να ήθελαν να τους εκτελέσουν ξανά και να τους εκδικηθούν.
Νεκρό στο φέρετρο έφεραν στο σπίτι τους τον πατέρα που δεν γνώρισε από τη Γερμανία και απέδωσαν τον θάνατό του σε… τροχαίο ατύχημα, πέφτοντας από μοτοσικλέτα. Είναι συγκλονιστικό και ούτε και σήμερα ο 52 χρόνων Νίκος Φουντεδάκης μπορεί να πειστεί ότι αυτός ο θάνατος ήταν ένα τυχαίο γεγονός!
Και όταν ένας χωριανός, ο Γιάννης Γιαννουλάκης ο Περισογιάννης γύρισε και αφηγούνταν την άλλη… καταναγκαστική εργασία στις φάμπρικες και στα χυτήρια, του έδειχνε τα πόδια του, πληγιασμένα από τη φωτιά, σε ακραία μορφή και του έλεγε το ανατριχιαστικό: «Οι σκύλοι μας κάψανε και μας σκοτώσανε στο χωριό και στη Γερμανία μας αποφάγανε!»
Οι Βρύσες «βυθίζονται» μέσα στην άπνοια. «Να αυτοί είμαστε και γράψε ό,τι νομίζεις», μου λένε οι τρεις που βγήκαν στον ήλιο του δρόμου για να πουν μια κουβέντα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Στέλιος Κατσαντώνης, που άφησε στον κατατρεγμό τους και τους Γουργούθους που σφάλιξαν και κατέβηκε κοντά στην αδελφή του τη Ζαχαρένια Κραουνάκη για να φύγει από την παρέα της μοναξιάς!
ΟΙ ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ…
Ένας καφενές στην πλατεία έκλεισε κι απόμεινε η ταβέρνα του «Φουντέ» για τις έκτακτες περιπτώσεις. Θα εμφανιστούν, ωστόσο, σε… τροχοφόρα μορφή τέσσερις φούρνοι, ένα μίνι μάρκετ, τέσσερα μανάβικα και δυο ιχθυοπωλεία, και σε λίγα χρόνια, ως φαίνεται, θα είναι… περισσότερα τα «εν κινήσει» μαγαζιά από τους μονίμους…
Ο κ. Φουντεδάκης, παρότι έμεινε για εφτά χρόνια στην πόλη του Ρεθύμνου, οι οικονομικές δυσκολίες τον γύρισαν στις Βρύσες έχοντας αποκτήσει επαρκείς γνώσεις ως «καλουπατζής» και εργολάβος στην οικοδομή. Δημιούργησε πολυμελή οικογένεια και η ανέλπιστη κάμψη στην οικοδομή τον «σκοτώνει». Ανησυχεί για τα νέα παιδιά και επισημαίνει ότι «αν δεν αλλάξουν τα πράγματα τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα πεινάσουν».

Αυτή η κοινωνία με τα θεριά και τις πληγές στους πρόποδες του Κέντρους, συρρικνώνεται με αργές κινήσεις αλλά χάνεται. «Τότε οι Γερμανοί μας σκότωσαν με τα όπλα και σήμερα με τα ευρώ. Θέλουν να μας κάνουν Νιγηρία, και Ουγκάντα, αλλά την ψυχή μας δεν θα την πάρουν…», είπε ο περήφανος Κρητικός και με κάλεσε: «Κόπιασε να φάμε αβρονιές που τις βρήκαμε το πρωί στην εξοχή με την Αργυρώ…»