«Κουβέντα στην αυλή…»
…με το Νίκο Ορέστη Χανιωτάκη, (ηθοποιό-σκηνοθέτη-μεταφραστής)
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1987. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης το 2010 και είναι τελειόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Φ.Π.Ψ. Πρόγραμμα Ψυχολογίας). Το 2005 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Εργαστήρι Ελευθέρων Σπουδών «Κέντρο Αθλητικού Ρεπορτάζ» και για τρία χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Με το Θέατρο Τέχνης έχει παίξει στις παραστάσεις «Πλούτος» (Επίδαυρος), «Όρνιθες» (Ηρώδειο), «Σήμα Κινδύνου» και «Ο Έλεγχος του Διεθνούς Ταμείου».
Έχει συνεργαστεί με τους σκηνοθέτες Διαγόρα Χρονόπουλο, Κωστή Καπελώνη, Θοδωρή Γράμψα, Άγγελο Αντωνόπουλο, Δημήτρη Δεγαΐτη και Στέφανο Πετρίδη. Φέτος συνεργάζεται με τη σκηνοθέτη-χορογράφο Σοφία Σπυράτου στο μιούζικαλ «Αναζητώντας τον Αττίκ» στο θέατρο BADMINTON και στο παραμύθι των αδερφών Γκριμ «Οι τρεις βασιλοπούλες που λιώναν τα γοβάκια τους» που ανεβαίνει με πολύ μεγάλη επιτυχία στην παιδική σκηνή του Ακροπόλ.
Τέλος, ως σκηνοθέτης έχει ανεβάσει τις παραστάσεις «Πινόκιο-Η αλήθεια κάτω από τη μύτη μας» του Κάρλο Κολόντι, «Μια στιγμή Πριν» του Σέρτζι Μπελμπέλ, «Παντρολογήματα» του Νικολάι Γκόγκολ, «Οι Ηλίθιοι» του Νηλ Σάιμον και «Ο Κουλοχέρης του Σποκέιν» του Μάρτιν ΜακΝτόνα. Τα δύο τελευταία έργα ανέβηκαν σε δική του μετάφραση και διασκευή.
Στην παράσταση «Ο ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ ΤΟΥ ΣΠΟΚΕΪΝ» που συμμετέχετε, ο πρωταγωνιστής αναζητά το κομμένο χέρι του εδώ και 32 χρόνια, ανάμεσα σε εμπόρους που διακινούν πτώματα, ενώ μπλέκεται με ένα ζευγάρι απατεώνων και ένα ρεσεψιονίστα, τη στιγμή που εσείς πάνω στο σανίδι καλείστε να μεταφέρετε στο θεατή τη συνεχή πάλη ανάμεσα στον κόσμο του περιθωρίου και του «έντιμου»! Είναι εύκολη αυτή η μεταφορά ή χρειάζεται μια ιδιαίτερη παιδεία, για να έχει αποτέλεσμα αυτό το εγχείρημα;
Η παιδεία είναι απαραίτητη για οτιδήποτε και αν καλούμαστε να κάνουμε στη ζωή μας, ιδιαίτερα εάν το αποτέλεσμα της δουλειάς μας έχει ως τελικό αποδέκτη ένα ευρύ φάσμα κοινού. Για να καταφέρεις να μεταφέρεις την πάλη ανάμεσα στον κόσμο του περιθωρίου και του «έντιμου», αλλά κυρίως την εσωτερική πάλη που βιώνει ο κάθε ήρωας, χρειάζεται να δουλέψεις πολύ το κείμενο που έχεις στα χέρια σου, να είσαι ενήμερος για το τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω σου και να έχεις «ακονίσει» το ένστικτο και την ευαίσθητη πλευρά σου.
Το έργο, μιλάει για το καλό, πίσω από τη σκληρή και τραχιά του γλώσσα. Πιστεύετε ότι η γλώσσα είναι αρκετή για να αφυπνίσει τον «θεατή» ή απλά είναι το μέσο για να τον πάει παρακάτω… στη ροη της καθημερινότητας;
«Ο λόγος κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Η γλώσσα είναι ένα από τα πιο δυνατά «όπλα» του ανθρώπου και είναι ικανή να τον αφυπνίσει, να τον ενεργοποιήσει, να τον κάνει επί της ουσίας ον κοινωνικό… Μπορεί η γλώσσα του Μάρτιν ΜακΝτόνα να χαρακτηρίζεται για τη σκληρότητά της, ταυτόχρονα όμως είναι και τρυφερή, μια και το κίνητρο όλων των ηρώων -σχεδόν σε όλα τα έργα του- είναι να ξαναβρούν την αγνότητα της χαμένης παιδικής τους ηλικίας.
Αν μπορούσαμε, υποθετικά πάντα, να ταυτίσουμε το έργο με την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα ως χώρα, τι πιστεύετε, θα υπήρχαν κοινά σημεία ή θα πέφταμε πάνω σε «ανεξήγητα φαινόμενα»;
Όταν διάβασα για πρώτη φορά το «Behanding in Spokane» -όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος- στο μυαλό μου σχηματίστηκαν τέσσερα μικρά παιδιά που κάποιοι… άνανδροι δεν τους επιτρέπουν να βρουν την ευτυχία στη μάταιη –όπως εξελίσσεται- ζωή τους. Γέλασα, συγκινήθηκα και είδα τα πρόσωπά τους στους νέους που κλείνει η φωνή τους και ματώνει το κορμί τους όταν διεκδικούν μια καλύτερη ζωή, διαμαρτυρόμενοι στους δρόμους της χώρας μας. Τι κι αν έχουν περάσει τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια από τότε που του έκοψαν το χέρι; Ο Καρμάικλ, ήρωας της ιστορίας, συνεχίζει επίμονα την αναζήτησή του, παρά το γεγονός ότι – όπως ομολογεί – πολλοί τον έχουν κοροϊδέψει και τον έχουν μειώσει, επειδή θέλει κάτι που δικαιωματικά του ανήκει, αλλά δεν καταφέρνει να το αποκτήσει. Ας σου λέει ο καθείς «δεν θα πετύχεις τίποτα, τζάμπα ο κόπος σου». Το σημαντικό είναι να τα έχεις καλά με τη συνείδησή σου.
Οι «κριτικές» λένε, πως είναι ένα έργο γεμάτο μηνύματα, πλαισιωμένο με συνειδητοποιημένο γέλιο. Ισχύει αυτό ή είναι κάτι πιο δυνατό; Είναι «παράξενο» ή ξεχωριστό;
Δεν θα έλεγα «μηνύματα». Νομίζω ότι είναι ένα έργο γεμάτο σύμβολα (π.χ. το κομμένο χέρι). Συμφωνώ πάντως 100% ότι είναι πλαισιωμένο με συνειδητοποιημένο γέλιο. Το έξυπνο, μαύρο και «κοφτερό» χιούμορ του ΜακΝτόνα είναι διάχυτο σε όλο το κείμενο, ακόμα και στις πιο σκληρές και δραματικές σκηνές του. Από εκεί και πέρα, πιο δυνατό γίνεται ένα έργο στο «πάρε-δώσε» με τους θεατές. Προσωπικά θεωρώ ότι είναι «παράξενο» λόγω των πολλών σουρεαλιστικών του στοιχείων και των τεσσάρων χαρακτήρων του. Όπως έχει πει και ο -βραβευμένος με ΟΣΚΑΡ- Κρίστοφερ Γουόκεν που είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο (Καρμάικλ) στην παράσταση του BROADWAY: «Μου αρέσουν όλοι οι χαρακτήρες. Είναι άνθρωποι του περιθωρίου που με τον τρόπο τους παλεύουν και είναι τίμιοι. Δεν είναι τρελοί. Είναι… παράξενοι!» Τέλος, από τη στιγμή που το επέλεξα να το ανεβάσουμε φέτος στην Αθήνα, προφανώς πιστεύω ότι ο «ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ ΤΟΥ ΣΠΟΚΕΪΝ» είναι ένα έργο ξεχωριστό.
Για εσάς, «η τέχνη και ο πολιτισμός» έχουν ακόμα τη δύναμη ν’ αλλάξουν τον κόσμο;
Δεν είναι δουλειά της τέχνης και του πολιτισμού να αλλάξουν τον κόσμο, ούτε ξέρω εάν έχουν τη δύναμη να το κάνουν από τη στιγμή που προέρχονται από αυτόν. Αυτό που μπορούν να πετύχουν είναι να κρατάνε τους ανθρώπους σε εγρήγορση, να προωθούν τη σκέψη και να διευρύνουν τα όρια των δυνατοτήτων μας.
Με μια πρόταση εξπρές, τι είναι για εσάς «Ο ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ ΤΟΥ ΣΠΟΚΕΪΝ»;
Η παράνομη σχέση μου.
Παύλος Ανδριάς